- μισυοί
- μισυοί, οι (Α)(κατά τον Ησύχ.) αυτοί που είναι κατά το ήμισυ λευκοί και κατά το άλλο ήμισυ μαύροι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μισυοί — those who are half white and half black masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)